Η δυσλιπιδαιμία είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την ποσοτική και ποιοτική διαταραχή της μεταβολικής ισορροπίας των λιπιδίων του αίματος. Συνήθως, αφορά τη διαταραχή της συγκέντρωσης χοληστερόλης ή/και τριγλυκεριδίων στο αίμα.
Η δυσλιπιδαιμία σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης αθηροσκλήρωσης, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε στεφανιαία νόσο και έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Για τη διάγνωση της δυσλιπιδαιμίας πραγματοποιείται εργαστηριακός έλεγχος των παρακάτω δεικτών:
- Ολική χοληστερόλη,
- LDL χοληστερόλη («κακή» χοληστερόλη),
- HDL χοληστερόλη («καλή» χοληστερόλη),
- Τριγλυκερίδια ορού.
Η δυσλιπιδαιμία μπορεί να είναι κληρονομικής (γονιδιακής) αιτιολογίας ή να εμφανίζεται μαζί με άλλες παθολογικές καταστάσεις ή λόγω λανθασμένων υγιεινοδιαιτητικών συνηθειών.
Για τη μείωση του κινδύνου δυσλιπιδαιμίας, είναι σημαντικές οι παρακάτω αλλαγές του τρόπου ζωής:
- Διακοπή καπνίσματος.
- Απώλεια βάρους σε περίπτωση υπέρβαρου/παχυσαρκίας.
- Διατροφή χαμηλή σε κορεσμένα και trans λιπαρά οξέα, υψηλή σε φυτικές ίνες και πολυακόρεστα, μονοακόρεστα λιπαρά οξέα και χαμηλή σε αλάτι και ζάχαρη.
- Κατανάλωση φυτικών στερολών και στανολών.
- Ένταξη σωματικής δραστηριότητας στην καθημερινότητα (μέτριας έντασης άσκηση για 30-60 λεπτά/ημέρα τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας).
- Επαρκής κατανάλωση νερού.
- Φαρμακευτική αγωγή μετά από καθοδήγηση του θεράποντα ιατρού.